- παρορισμός
- παρ-ορισμός, ὁ, Überschreitung der Grenze, Verletzung des Grenzrechts
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρορισμός — ὁ, Α [παρορίζω] μετακίνηση τών ορίων, τών συνόρων μεταξύ κτημάτων, καταπάτηση γειτονικού κτήματος … Dictionary of Greek
παρορισμοῦ — παρορισμός removal of landmarks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)